- μπόρτζι
- μπόρτσι τό долг, задолженность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπόρτζι — και μπόρτσι, το χρέος, δάνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. borc. Κατ άλλη άποψη, από το γερμανοεβρ. borgen «δανείζω», από όπου και το τουρκ. borc] … Dictionary of Greek